- επηρεαστικός
- -ή, -ό (AM ἐπηρεαστικός, -ή, -όν) [επηρεαστής]μσν.- νεοελλ.ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζειμσν.(στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοίοι σχετικοί με την επιβολή φορολογίαςαρχ.1. υβριστικός, ταπεινωτικός2. δόλιος, προμελετημένος.
Dictionary of Greek. 2013.